- οσιότατος
- οσιότατος οпреподобие (ваше преподобие) – почтительное обращение к монаху или иеромонаху, не имеющему высшее образование
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
πανόσιος — α, ο / πανόσιος, ία, ον, ΝΜ 1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος 2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.) … Dictionary of Greek
τρισόσιος — οσία, ον, Μ τρεις φορές όσιος, οσιότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + ὅσιος «άγιος, ιερός»] … Dictionary of Greek